- πολυαρκής
- -ές, Α1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκήςάλλη ονομασία τού φυτού ασφόδελος3. το ουδ. ως ουσ. τό πολυαρκέςη διάρκεια («διά τό πολυαρκές τής ταριχείας» Λουκιαν.).επίρρ...πολυαρκώςεντελώς επαρκώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ-αρκής].
Dictionary of Greek. 2013.